- εξουθένωμα
- το, -ατος1. πρόσωπο ή πράγμα που έπαθε εξουθένωση (βλ. λ., 1).2. αντικείμενο περιφρόνησης, ό,τι είναι αποξενωμένο από τιμή και υπόληψη: Εξουθένωμα της κοινωνίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.