εξουθένωμα

εξουθένωμα
το, -ατος
1. πρόσωπο ή πράγμα που έπαθε εξουθένωση (βλ. λ., 1).
2. αντικείμενο περιφρόνησης, ό,τι είναι αποξενωμένο από τιμή και υπόληψη: Εξουθένωμα της κοινωνίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξουθένωμα — το (Μ ἐξουθένωμα) αντικείμενο περιφρόνησης, περίγελως …   Dictionary of Greek

  • εξουθένημα — ἐξουθένημα, το (AM) το εξουθένωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”